- καθιζάνω
- (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω)νεοελλ.1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημααρχ.κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱζάνω, επαυξημένος τ. τού ἵζω «κάθομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.